ρετσινάτο

ρετσινάτο
το см. ρετσίνα 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρετσινάτο" в других словарях:

  • ρετσινάτος — η, ο, Ν [ρετσίνα (Ι)] 1. αυτός που περιέχει ρετσίνι ή ανήκει και αναφέρεται στο ρετσίνι («ρετσινάτο χρώμα) 2. το ουδ. ως ουσ. το ρετσινάτο η ρετσίνα …   Dictionary of Greek

  • ρετσινάτος — η, ο αυτός που περιέχει ρετσίνι· το ουδ. ως ουσ., ρετσινάτο, το η ρετσίνα (το κρασί): Ήτο ωραίο ρετσινάτο όλο άρωμα και αφρός και πτήσις (Παπαδιαμάντης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στροβιλίτης — ὁ, Α (για οίνο) αρωματισμένος με κώνους πεύκης, ρετσινάτο κρασί, ρετσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλα ον. κρασιών (πρβλ. μηλ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • ρητινίτης — ο το κρασί που περιέχει ρετσίνι, το ρετσινάτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»