ρετσινάτο
Смотреть что такое "ρετσινάτο" в других словарях:
ρετσινάτος — η, ο, Ν [ρετσίνα (Ι)] 1. αυτός που περιέχει ρετσίνι ή ανήκει και αναφέρεται στο ρετσίνι («ρετσινάτο χρώμα) 2. το ουδ. ως ουσ. το ρετσινάτο η ρετσίνα … Dictionary of Greek
ρετσινάτος — η, ο αυτός που περιέχει ρετσίνι· το ουδ. ως ουσ., ρετσινάτο, το η ρετσίνα (το κρασί): Ήτο ωραίο ρετσινάτο όλο άρωμα και αφρός και πτήσις (Παπαδιαμάντης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στροβιλίτης — ὁ, Α (για οίνο) αρωματισμένος με κώνους πεύκης, ρετσινάτο κρασί, ρετσίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος «κουκουνάρι» + κατάλ. ίτης, που απαντά και σε άλλα ον. κρασιών (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
ρητινίτης — ο το κρασί που περιέχει ρετσίνι, το ρετσινάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)